συγκαμόντι

συγκαμόντι
συγκάμνω
labour
aor part act masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκφροντίζω — Α φροντίζω μαζί ή από κοινού («τῷ διακόνῳ πολλά μοι συγκαμόντι καὶ συνεκφροντίσαντι», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφροντίζω «σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”